- προγραφή
- η, ΝΜΑ [προγράφω]1. (αττ. δίκ.) η δημόσια αναγραφή τής καταδίκης φυγοδίκου και η εκποίηση τής περιουσίας του με δημοπρασία2. (στη Ρώμη) η εξόντωση, συνήθως πολιτικών αντιπάλων, χωρίς δίκη και με μόνη την ανάρτηση καταλόγου τών ονομάτων τους στην αγοράνεοελλ.άδικη δίωξη ή καταδίκη πολιτικών αντιπάλωνμσν.λέξη με την οποία αρχίζει μια επιστολήαρχ.1. δημόσια γνωστοποίηση, είδηση («εἰ ἀπὸ παραγγέλσεως γίγνοιντο μᾱλλον ἤ ἀπὸ κήρυκος ἢ ἀπὸ προγραφῆς», Ξεν.)2. διάταγμα, έδικτο3. αγγελία, ειδοποίηση πωλήσεως4. δημόσια πώληση περιουσίας που δημεύθηκε, δήμευση5. ένταλμα συλλήψεως6. προσχέδιο7. τίτλος συνταγής8. (για τον αστρονομικό κύκλο) προσχεδιασμένος κύκλος9. φρ. α) «ἐκ προγραφῆς» — με γραπτή διαταγήβ) «ἐπὶ θανάτῳ προγραφή» — καταδίκη σε θάνατο, επικήρυξη θανάτου.
Dictionary of Greek. 2013.